- ρούγα
- η / ῥούγα, ΝΜ, και ῥούα Απλατύς δρόμος μέσα σε πόλη ή σε χωριό, κεντρικός δρόμοςνεοελλ.περιοχή, τμήμα πόλης ή χωριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ruga «πτυχή» (πρβλ. γαλλ. rue)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρούγα — η (λ. λατ.), δρόμος, σοκάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κούνια — Βλ. λ. αιώρα. * * * η (Μ κούνια και κούνα) 1. το κρεβάτι τού μωρού («κούνια μου κούνα το παιδί κι αν κλάψει δώσ του γάλα», δημ. δίστιχο) 2. κάθισμα κρεμασμένο από κάπου με δύο αλυσίδες ή σχοινιά στο οποίο κάθεται και αιωρείται κάποιος, αιώρα… … Dictionary of Greek
κρυφοφανερώνω — 1. φανερώνω κάτι σε κάποιον κρυφά, ιδιαιτέρως 2. μέσ. κρυφοφανερώνομαι φανερώνομαι, παρουσιάζομαι κρυφά, ιδιαιτέρως, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός στους άλλους («από τη ρούγα σαν περνώ, μού κρυφοφανερώνεσαι», δημ. τραγ.) … Dictionary of Greek
ρούα — ἡ, Α βλ. ρούγα … Dictionary of Greek
παραπάνω — επίρρ. ποσοτ. τοπ. 1. για τόπο, πιο πάνω, ψηλότερα: Στην παραπάνω γειτονιά, στην παραπάνω ρούγα (δημ. τραγ.). 2. για ποσό, πιο πολύ, περισσότερο: Κάνε παραπάνω φαγητό μήπως έχουμε και επισκέπτες. 3. για χρόνο, περισσότερο, πάνω από: Παραπάνω από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)